- άρμενο
- το (AM ἄρμενον) συνήθως στον πληθ.βλ. άρμενα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άρμενο — το πανί πλοίου· συνήθως στον πληθ. άρμενα η αρματωσιά του πλοίου, τα ξάρτια ιστιοφόρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Astypalea — Gemeinde Astypalea Δήμος Αστυπαλαίας (Αστυπάλαια) … Deutsch Wikipedia
ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek
μονάρμενο — το πλοίο που έχει μόνο ένα κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + άρμενο «πανιά» … Dictionary of Greek
ξυλάρμενος — η, ο (για πλοίο) αυτό τού οποίου η προωστική διάταξη έπαυσε να λειτουργεί λόγω βλάβης ενώ βρισκόταν εν πλω. επίρρ... ξυλάρμενα με μαζεμένα τα πανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + άρμενο (πρβλ. τριάρμενος)] … Dictionary of Greek
σαγματοράφος — ὁ, Α σαγματοράπτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, ατος + ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. αρμενο ράφος, κοσκινο ράφος] … Dictionary of Greek